- γονοκτονία
- γονο-κτονία, ἡ,A murder of parents, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γονοκτονία — η (Α γονοκτονία) νεοελλ. η θανάτωση τών παιδιών αρχ. η θανάτωση τών γονιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνος + κτονία < κτόνος < κτείνω] … Dictionary of Greek